γελωτοποιός

γελωτοποιός
Με τη λέξη αυτή αναφέρονται συνήθως οι κωμικοί ηθοποιοί που από τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση διασκέδαζαν στις διάφορες αυλές της δυτικής Ευρώπης τους άρχοντες με αστεία, πειράγματα και κάθε είδους τεχνάσματα. Αλλά οι γ.(και μάλιστα με την ίδια λέξη) υπήρχαν από την αρχαιότατη εποχή. Στην ελληνική αρχαιότητα γ. είχαν διάφοροι τύραννοι (Διονύσιος των Συρακουσών) και βασιλιάδες (Μέγας Αλέξανδρος), οι οποίοι συχνά εμφανίζονταν σε συμπόσια, όπως αναφέρουν ο Ξενοφών, ο Λουκιανός και ο Αθήναιος, για να διασκεδάζουν τους συνδαιτυμόνες. Ανάλογους τύπους είχαν και οι αρχαίοι Ρωμαίοι (scurra). Κατά τον Μεσαίωνα στην Ιταλία οι γ. ήταν, όπως και στην αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη, κοινωνικά περιφρονημένοι. Στη Γαλλία όμως ο τίτλος του γ. (bouffon)ήταν αυτοκρατορικό αξίωμα που καταργήθηκε μόνο το 1662, αν και οι γ. υπήρχαν στην αυλή του Παρισιού έως τη Γαλλική επανάσταση. Από τους περιφημότερους Γάλλους γ. ήταν ο Ζοφρουά, στην υπηρεσία του Φιλίππου Ε’ (αρχές 14ου αι.), πριν πάρει επίσημα τον τίτλο του bouffon, και ο Τριμπουλέ του Λουδοβίκου IB’ και του Φραγκίσκου Α’, από τον οποίο εμπνεύστηκαν ο Βίκτορ Ουγκό (Ο βασιλιάςδιασκεδάζει) και ο Βέρντι (Ριγκολέτο). Ικανοί χορευτές και τραγουδιστές, επιδέξιοι στις μεταμφιέσεις και τις ακροβασίες, σχεδόν πάντα ασχημομούρηδες ή καμπούρηδες, ντυμένοι παράξενα, οι γ. ήταν ευφυέστατοι και πονηρότατοι, συχνότατα μάλιστα επηρέαζαν την αυλική ζωή. Από αυτούς κατάγονται οι παλιάτσοι και οι κλόουν των νεότερων τσίρκων. Γελωτοποιός, σε λεπτομέρεια από τον πίνακα του Μαντένια «Η αυλή των Γκοντσάγκα».
* * *
ο (AM) γελωτοποιός, ο, Α και ως επίθ. γελωτοποιός, -όν)
ως ουσ. (για πρόσωπα) αυτός που έχει ως επάγγελμα την ψυχαγωγία τών άλλων με το γέλιο που προκαλούν οι κωμικές του κινήσεις, πράξεις ή μορφασμοί
αρχ.
ως επίθ.
1. αυτός που προκαλεί το γέλιο, ο αστείος.
2. ονομασία τού φυτού βατράχιον*, αγριοσέλινο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γελωτοποιός — exciting laughter masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γελωτοποιός — ο ο παλιάτσος, ο διασκεδαστής που με τις κινήσεις και τις εκφράσεις του κάνει τους άλλους να γελούν: Τους βασιλιάδες συνήθως διασκέδαζαν οι γελωτοποιοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γελωτοποιόν — γελωτοποιός exciting laughter masc/fem acc sg γελωτοποιός exciting laughter neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γελωτοποιοί — γελωτοποιός exciting laughter masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γελωτοποιούς — γελωτοποιός exciting laughter masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γελωτοποιά — γελωτοποιός exciting laughter neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γελωτοποιέ — γελωτοποιός exciting laughter masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γελωτοποιῷ — γελωτοποιός exciting laughter masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γελωτοποιότερε — γελωτοποιός exciting laughter masc voc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρλεκίνος — Πρόσωπο της ιταλικής κομέντια ντελ άρτε και έπειτα της κωμωδίας του 18ου αι., πρωταγωνιστής σε πολυάριθμες γαλλικές, ιταλικές κ.ά. κωμωδίες, παντομίμες και μπαλέτα. Το όνομα Α. είναι ίσως παραφθορά του Allchino, όνομα διαβόλου, που ο Δάντης τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”